- κοκότα
- ηγυναίκα ελευθέριων ηθών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cocotte «πουλάδα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκότα — η (λ. γαλλ.), γυναίκα του πεζοδρομίου, πόρνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek